Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

ena apelpistika basanistiko brady tou augoustou,gramma pros thn aggela

Πήρα το στυλό κι ένα χαρτί για να γράψω μα δεν μπορώ.
Το μυαλό μου έστειλε τελεσίγραφο στη φαντασία μου κι
αυτή με απαρνήθηκε.
Πώς κατάντησα έτσι, δεν ξέρω.
Τι να φταίει; Ποιος να φταίει; Εγώ; Εσύ; Εμείς;
Εκείνοι ίσως που μπήκαν στο δρόμο μου
ή εκείνοι που με έβαλαν στο δικό τους.
Γιατί;
Ρωτάω μέρες τώρα τον εαυτό μου και μόνο το «έτσι» μου δίνω για απάντηση.
Πώς τολμάω να αυτοαποκαλούμαι άνθρωπος;
Θεριό ανήμερο είμαι, σκοτώνω για να φάω, για να ζήσω.
Σκοτώνω εμένα και το κάθε «εγώ» από το οποίο πηγάζω, για να μην έχω αύριο.
Τι φοβάμαι δεν ξέρω. Εμένα ίσως.

Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι το να με δω χωρίς κιάλια.

Μια γριούλα βγήκε στο δρόμο μου τις προάλλες, ανήμπορη, με το Πι.
Το Π εκείνο το μεγάλο, το γενναίο, το ηρωικό..
..το πεθαίνω για να μην με πεθάνεις,
Και την πάτησα με το όχημα της σκέψης μου.
Την ισοπέδωσα.
Δυο χέρια στην ανάταση και πόδια ενωμένα.
Την έκανα Ύψιλον, όπως ο Υάκινθος.
Για να μυρίζει ωραία κάθε φορά που θα περνάω από εκεί.
Για να μου αρέσει, να έχω αισθήσεις διεγερμένες.
Να μην ξεχνώ.
Να μην με αφήνουν οι μυρωδιές να ξεχάσω.
Ο Υάκινθος μου όμως έγινε ξανά Π, όπως η Παπαρούνα.
Λίγο κόκκινο της φωτιάς και δυο σταγόνες αίμα.
Μια για σένα και μια για μένα.
Αργά αργά στάζουν.

Το πάτωμα γέμισε χρώματα.
Πράσινα πλακάκια με στάλες ζωής πάνω, της δικής μου ζωής.
Η δικιά σου εξαυλώθηκε, έγινε ανάμνηση, έγινε αέρας.
Έγινε σύννεφο που όταν στραγγίζεται βρέχει μωβ.
Μωβ, σαν το πουκάμισο του παιδιού που με αγόρασε χθες.
Με εξαγόρασε.
Με έβαψε και με έντυσε στο πιο φωτεινό της νύχτας χρώμα,
Στολισμένη με αστέρια και δυο φεγγάρια στα μαλλιά,
ενώ τα δικά μου φεγγάρια έγιναν κομήτες που πέφτουν από τα μάτια,
με κατεύθυνση προς τα κάτω, πάντα προς τα κάτω.
Αλλιώς ζαλίζομαι από τα υψώματα και την ανηφοριά
Και βλέπω χαμόγελα εκεί που δεν υπάρχουν,
Σε ανθρώπους σακάτηδες, εκτρώματα της μοίρας τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: