Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Δεν φταις εσύ που δεν ξέρεις να αγαπάς τα λουλούδια,
δεν σε έμαθαν οι άλλοι.
Άσε με να σου διδάξω την δική μου αλήθεια,
να σου δείξω τον δικό μου κόσμο.
Άνοιξε τα παράθυρα να μπεί φώς και κλείσε τα μάτια σου.
Βλέπεις την μαγεία που υπάρχει γύρω μας?
Την νιώθεις?
Εμένα με χαιδεύει απαλά και μου ψιθυρίζει στο αυτί
έναν παλιό γνώριμο σκοπό.
Σου θυμίζει κάτι αυτό που είπα?
Τώρα όχι, αύριο όμως ναι.
Σήκωσε ψηλά το κεφάλι σου..
μην νιώθεις τύψεις, δεν φταίς εσύ.
Φταίω εγώ που δεν προσπάθησα αρκετά να σου δείξω τα χρώματα αυτού του κόσμου
κι έζησες μια ζωή μέσα στις αποχρώσεις του γκρι.
Το αγαπημένο μου, να ξέρεις, είναι το μώβ..
έχει τόσο μαγεία,
δυναμικότητα,
θηλυκότητα
και ανθρωπιά
όσο μου χρειάζεται.
Να μου θυμίσεις να σου δανείσω κάποτε λίγο.
καληνύχτα
Προχθές γύρισα σπίτι μου μέσα στα αίματα
γιατί στο δρόμο ένα παιδί έδινε μάχη με τη ζωή,
αυτήν που κάποιος σαν κι εσένα του έκλεψε μέσα από τα χέρια.
Με έβαλε να του υποσχεθώ πως δεν θα επιτρέψω να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο,
και το έκανα.
Μα τώρα συνειδητοποιώ το δύσκολο αυτό έργο που έχω αναλάβει,
χωρίς να το αξίζω.
Κι έρχεσαι τώρα εσύ μέσα από τα παραθυράκια να μου πεις πως κάνω λάθος,
πως αυτό που βλέπω δεν είναι αλήθεια.
Μα εσύ κάνεις λάθος φίλε μου.
Ζείς σε μια παραίσθηση, από αυτές τις δυνατές
και δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις πως με σκοτώνεις
μέρα με τη μέρα περισσότερο. Δεν σου έφτασε που πέρσι
ένα βράδυ σου παρέδωσα στα χέρια σου ένα κομμάτι της ψυχής μου
και με έβαλες να ξεπουλήσω τα πιστεύω μου
και να προδώσω τα όνειρα μου..
τώρα επιστρέφεις ακόμη πιο δυνατός και μου ζητάς να ξεπουληθώ ολόκληρη,
για να μην πω ολόκληρος..

Δεν έχεις το δικαίωμα σου φώναξα μια φορά στον ύπνο μου,
κι εσύ μου γέλασες και από το στόμα σου βγήκαν μαστίγια,
που κάθε λεπτό, κάθε μέρα μου αφήναν τα σημάδια τους
και μου υπενθύμιζαν το καθήκον που εσύ ο ίδιος παρά τη θέληση μου,
μου επέβαλες, να γίνω άνθρωπος, έτσι όπως εσύ ορ΄ζεις αυτήν την έννοια.
Μα εγώ δεν θέλω.

Θέλω να γίνω πεταλούδα,
να έχω όμορφα χρώματα και να πετώ ανάμεσα στα παιδιά,
τα οποία θα μαγεύονται από το πέταγμα και την ομορφιά μου
και θα μου ομολογούν τις δικές τους αλήθεις.
Δεν με πειράζει το τίμημα, ας είναι..
Μια μέρα ζωής σαν πεταλούδα είναι ίση με όλες τις ημέρες ζωής
σαν τις δικές σου,
μην σου πω πως πάλι θα υπερτερώ από εσένα κι εσύ θα με ζηλεύεις,
γιατί θα είμαι ελεύθερη κι όχι σκλαβα των παραισθήσεων μου.

Θέλω να γίνω πουλί,
να έχω φτερά και να πετάξω από την μια άκρη του κόσμου ως την άλλη,
κι ας ξέρω πως θα βρεθούν κάποιοι σαν κι εσενα
που από τη ζήλεια τους πάλι θα μου τα κόψουν και θα προσγειωθώ ανώμαλα
στα δικά τους εδάφη.
Αυτές τις ώρες όμως που θα πετώ ψηλά στον ουρανό
θα σε κοιτώ από εκεί πάνω και θα συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά
πόσο μικρός είσαι, μια τόση δα σπιθαμή.

Μα εσύ δεν με αφήνεις..
Με κρατάς αιχμάλωτη των δικών σου ονείρων.
Αναπνέω τον αέρα που εσύ μου δινεις και όχι αυτόν που μου αξίζει.
Με ποτίζεις το νερό σου και όχι αυτό με το οποίο ποτίζεις τις μαργαρίτες
και τα τριαντάφυλλα.
Μια μικρή τριανταφυλλιά είχα στον κήπο μου,
κι αυτήν εσύ την έκοψες.
Μα δεν έφταιγε αυτή που σου έμπιγε τα αγκάθια της,
αλλά εσύ που δεν την άγγιξες ποτέ απαλά,
να..αργά αργά και με αγάπη, όπως σε αγγίζω εγώ,
κι ας με πονάς τόσο.
Πάνω από όλα είμαι άνθρωπος κι έχω συναίσθημα,
κι ας με πονάς εγώ σε αγαπώ, γιατί ξέρω πως την χρειάζεσαι την αγάπη μου.
Θα αγαπάω για δυο και για τρεις μαζί.
Ποιοι είναι αυτοί που θα με κρίνουν?
Βαρέθηκα να πρέπει να δικαιολογώ συνεχώς κάθε πράξη μου,
λες κι έκανα κάποιο έγκλημα. Οι επιλογές είναι δικές μου.
Θέλω να κάνω αυτό, θα το κανω.
Όσο κι αν κοπανιέσαι εσύ πάνω κάτω για να με πείσεις πως κάνω λάθος,
γνώμη δεν θα μου αλλάξεις.
Ξέρεις γιατί?
Γιατι από τα λάθη μου προσδοκώ να μάθω τις δικές μου αλήθειες,
αυτές που ούτε εσύ ούτε κανείς εκεί έξω δεν μπόρεσε
και ούτε μπορεί να μου μάθει.
Μην λυπάσαι λοιπόν για εμένα.
Κι εγώ η ίδια ξέρω πως θα τα φάω τα μούτρα μου,
μα κάτι τέτοιο δεν με φοβίζει.
Και ξέρεις γιατί?
Γιατί σε αντίθεση με εσένα εγώ ξέρω τι να κυνηγήσω και τι όχι,
ξέρω τι μπορεί να με κάνει ευτυχισμένη και τι όχι.
Μην λυπάσαι λοιπον για εμένα και για τις πτώσεις μου.
Αντιθέτως να χαίρεσαι, γιατί αυτές οι ίδιες θα με ανεβάσουν
κάποια μέρα ψηλά, εκεί που εσύ δεν θα ανέβεις ποτέ.
Μην φοβάσαι για εμένα, απλά ζω τη ζωή μου διαφορετικά από εσένα τρόπο.
Κοίτα με που τρέχω..
Ξέρεις τι κυνηγάω?
Όχι την χαμένη μου νιότη και τα σπασμένα όνειρα,
όπως εσύ.
Κυνηγάω το τώρα το οποίο μου φεύγει από τα χέρια μου
χωρίς καν να το καταλάβω.
Κάθε φορά που νομίζω πως το έπιασα
αυτό έχει ήδη γλιστρήσει από τις παλάμες μου.
Και για αυτό φταις εσύ,
ίσως κι εγώ που σου επέτρεψα να πάρεις αποφάσεις για τη ζωή μου.
Με ποιο δικαίωμα μου καταστρέφεις το τώρα, το μετά και το αύριο?
Δεν με ρώτησες καν αν θέλω ή αν μου αρέσει
να κυνηγάω τις χαμένες σου στιγμές.
Κι όμως το κάνω,
κι ας μην είναι δικό μου καθήκον.
Μου μόλυνες τον αέρα που αναπνέω και τρέχω σαν τους τρελούς
σε άλλους κόσμους για να τον πάρω πίσω,
μα δίνω μάχη κάθε φορά, και πολλές φορές την χάνω.
Και ξέρεις τι συμβαίνει τότε?
Πρέπει να δώσω ένα κομμάτι του εαυτού μου σαν λάφυρο
σε αυτό που με κέρδισε, και δεν είναι καν άνθρωπος.
Με βρήκες στο ιντερνέτ.
Ένα μήνυμα σου ήταν αρκετό για να καταλάβω τι νιώθεις.
«Σε θέλω» μου είπες κι εγώ γέλασα. Μα..αν είναι δυνατόν.
Έπειτα από μέρες επιδίωξα την παρέα σου ξανά μα εσύ δεν απαντούσες στα email μου.
Πέρασε ο καιρός
Πέρασαν τα χρόνια και να..ακόμη εδώ μπροστά απτήν οθόνη ζητιανεύω λίγα ψίχουλα αγάπης και στοργής.
Ένα μήνυμα εμφανίζεται στο παράθυρο
Είναι από εσένα.m
«συγγνώμη που σου κατέστρεψα τη ζωή..»
Με πνίγει ο τρόπος που μ’αγαπάς.
Στο λέω ξανά και ξανά μα σημασία δεν δίνεις..
Θέλω αέρα, να αναπνεύσω.
.Να σταθώ όρθια, να φουσκώσω τα πνευμόνια μου
και να πάρω μια γερή «τζούρα» φρέσκου αέρα.
Θα φύγω, σου’χα πει ένα βράδυ, μα δεν με πίστεψες.
Και η ειρωνεία σου μαχαίρι που έφτασε μέχρι την καρδιά.
Με είδες να πέφτω και να σκορπίζομαι
όπως τα θρύψαλα στο λευκό πάτωμα της κουζίνας.
Κι εσύ γελούσες..
Κοίταξε με τώρα.
Τα χρόνια πέρασαν κι εσύ ζητιανεύεις ακόμα λίγη αγάπη,
μα κανείς δεν σου την δίνει.
Τυχαία σε είδα στο μετρό την περασμένη εβδομάδα
και με θλίψη αντίκρισα την «πτώση» σου.
Μου άπλωσες το χέρι μα δίχως δεύτερη σκέψη σε προσπέρασα.
Σε είδα στην αντανάκλαση της σελήνης να μου ψιθυρίζεις συγγνώμη.
Μα δεν σου έχω θυμώσει..απλά σε λυπάμαι.
Μα πού να καταλάβεις..
Χειμώνας ήταν.
Ο άνεμος χόρευε με τα μαλλιά μου.
Δυο ώρες πάλευα να τα στρώσω για να είμαι όμορφη για εσένα,
αλλά εσύ ούτε που το πρόσεξες..
Άρχισα να σου τραγουδώ για να με προσέξεις..
να χορεύω μόνη μου δίχως παρτενέρ.
Είχα μάθει πια να χορεύω με συνοδό τον εαυτό μου και μόνο.
Πάντα μονάχη πορευόμουν σε τούτον το δρόμο.
Οι μελωδίες του κόσμου δεν πρόλαβαν να με αγγίξουν.
Ένα φώς χάιδεψε το πρόσωπο μου εκείνο το βράδυ
και με ανύψωσε ψηλά,
στα αστέρια.
Σου χαμογέλασα γλυκά μα εσύ μου είπες «κοψ’τις βλακείες».
Πάντα απότομος, δίχως συναίσθημα ήσουν.
Μου ζητάς να σου σβήσω το φώς,
γιατί σε ενοχλεί στα μάτια..Θές
να σε σκεπάσω μα δεν ρωτάς αν
μπορώ. Φοβάμαι το σκοτάδι..
φοβάμαι τα σκεπάσματα..

Προμηνύουν τον ερχομό ενός νέου
χρόνου..μιας καινούριας εποχής..
ενός νέου κόσμου, που δεν τον θέλω..

Τράβα τις κουρτίνες να μπει φως.
Πέταξε τα σκεπάσματα, δεν κάνει
κρύο. Βάλε στην πρίζα τη σόμπα να
ζεσταθείς αν θές. Πέτα τα τα ρούχα
σου, δεν την καλύπτουν την ντροπή και
τη γύμνια σου.Πάντα γυμνός θα πορέυεσαι
σε τούτον τον κόσμο, έρμαιο των πουλιών
που επιθυμούν να γευτούν τη σάρκα σου.

Μια σταγόνα άρωμα είναι ικανή να τα διώξει
μακριά..Άσε τις τσιγγουνιές, δεν είναι αργά.
Έλα μαζί μου να τρέξουμε δίπλα στα κύματα
και να κολυμπήσουμε στην άβυσσο των
ονείρων. Μια βουτιά ως τον πυθμένα και θα
βγούμε πάλι πάνω, στα ρηχά.
Περπάτησα σε είδα με είδες σε βρήκα με βρήκες
Χωμένοι κάτω από την άμμο να κυλιόμαστε
στις καλοκαιρινές μυρωδιές της δυστυχίας.
Δυο φέτες καρπούζι και μια αχιβάδα στα μαλλιά
Ένα κογχύλι στο αυτί μας να σιγομουρμουριζει
τον απόηχο μια ξεχασμένης ευτυχίας, μελωδίας γλυκιάς,
σαν άγουρο μούρο.
Σε αγαπώ τόσο όσο δεν αγάπησα κανέναν.
Καθόλου δηλαδή.
Χα γέλασες
Τι καλός που είσαι
Τι όμορφος
Ειδικά όταν τα φώτα είναι κλειστά.
Μου αρέσει να θαυμάζω το γυμνασμένο σου κορμί,
ειδικά αυτές τις δυο φέτες πεπόνι που κρέμονται γύρω σου.
Μα τι λέω η χαζή
Είναι τα σωσίβια σου!!

Εγώ τα πέταξα χρόνια πριν
Κατάλαβα ότι τα μπρατσακια και οι φουσκωτές μπανέλες
γύρω από το κορμί μου καθόλου εύχρηστα δεν είναι.
Τι να την κάνω την προστασία
Δεν χρειάζομαι
Θέλω να είμαι ελεύθερη
Να περπατώ να τρέχω να τραγουδώ να χορεύω να κολυμπώ
να πετώ ανάμεσα στους κινδύνους
Για αν έρθει μετά η ανακούφιση, μετά από τον φόβο και την αγωνιά.
Άλλη μια μέρα που πέθανα, κι όμως είμαι ζωντανή

Με κοιτάς σαστισμένος, σαστισμένη, σαστισμένα.
Τι με κοιτάς τότε.
Αν με θες φίλα με.

Σταμάτα να μου μιλάς
Να μου εξηγείς
Να προσπαθείς να καταλάβω.
Δεν θέλω να καταλάβω
Θέλω να είμαι χαζή τυφλή κουφή
Με βολεύει έτσι
Κι εσένα ακόμα πιο πολύ
Άλλωστε πάντα σου άρεσαν οι ζαβές
που μόνο να ανοίγουν τα πόδια τους ήξεραν
Πότε εκτίμησες εσύ την εξυπνάδα την ευφυΐα,
ποτέ

Χα, κοίτα να δεις, που τελικά ζαβή ζαβή,
καλά την έκανα τη δουλειά μου..
Δεν μπορώ πια.
Προσπάθησα πολύ. Ίσως και όχι.
Δεν ξέρω τι με στενοχωρεί περισσότερο.
Το πονεμένο τώρα ή το ανύπαρκτο παρόν μου επισκιασμένο από το τυρρανικό παρελθόν,
με μια δόση αθωότητας, λευκής σαν το γάλα,
με τρεις κουταλιές ζάχαρη,
για να μην αισθάνομαι την πίκρα.
Ψευδαίσθηση γλυκύτητας και αν-ύπαρκτου ωκεανού αγάπης.

ena apelpistika basanistiko brady tou augoustou,gramma pros thn aggela

Πήρα το στυλό κι ένα χαρτί για να γράψω μα δεν μπορώ.
Το μυαλό μου έστειλε τελεσίγραφο στη φαντασία μου κι
αυτή με απαρνήθηκε.
Πώς κατάντησα έτσι, δεν ξέρω.
Τι να φταίει; Ποιος να φταίει; Εγώ; Εσύ; Εμείς;
Εκείνοι ίσως που μπήκαν στο δρόμο μου
ή εκείνοι που με έβαλαν στο δικό τους.
Γιατί;
Ρωτάω μέρες τώρα τον εαυτό μου και μόνο το «έτσι» μου δίνω για απάντηση.
Πώς τολμάω να αυτοαποκαλούμαι άνθρωπος;
Θεριό ανήμερο είμαι, σκοτώνω για να φάω, για να ζήσω.
Σκοτώνω εμένα και το κάθε «εγώ» από το οποίο πηγάζω, για να μην έχω αύριο.
Τι φοβάμαι δεν ξέρω. Εμένα ίσως.

Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι το να με δω χωρίς κιάλια.

Μια γριούλα βγήκε στο δρόμο μου τις προάλλες, ανήμπορη, με το Πι.
Το Π εκείνο το μεγάλο, το γενναίο, το ηρωικό..
..το πεθαίνω για να μην με πεθάνεις,
Και την πάτησα με το όχημα της σκέψης μου.
Την ισοπέδωσα.
Δυο χέρια στην ανάταση και πόδια ενωμένα.
Την έκανα Ύψιλον, όπως ο Υάκινθος.
Για να μυρίζει ωραία κάθε φορά που θα περνάω από εκεί.
Για να μου αρέσει, να έχω αισθήσεις διεγερμένες.
Να μην ξεχνώ.
Να μην με αφήνουν οι μυρωδιές να ξεχάσω.
Ο Υάκινθος μου όμως έγινε ξανά Π, όπως η Παπαρούνα.
Λίγο κόκκινο της φωτιάς και δυο σταγόνες αίμα.
Μια για σένα και μια για μένα.
Αργά αργά στάζουν.

Το πάτωμα γέμισε χρώματα.
Πράσινα πλακάκια με στάλες ζωής πάνω, της δικής μου ζωής.
Η δικιά σου εξαυλώθηκε, έγινε ανάμνηση, έγινε αέρας.
Έγινε σύννεφο που όταν στραγγίζεται βρέχει μωβ.
Μωβ, σαν το πουκάμισο του παιδιού που με αγόρασε χθες.
Με εξαγόρασε.
Με έβαψε και με έντυσε στο πιο φωτεινό της νύχτας χρώμα,
Στολισμένη με αστέρια και δυο φεγγάρια στα μαλλιά,
ενώ τα δικά μου φεγγάρια έγιναν κομήτες που πέφτουν από τα μάτια,
με κατεύθυνση προς τα κάτω, πάντα προς τα κάτω.
Αλλιώς ζαλίζομαι από τα υψώματα και την ανηφοριά
Και βλέπω χαμόγελα εκεί που δεν υπάρχουν,
Σε ανθρώπους σακάτηδες, εκτρώματα της μοίρας τους.
Σύννεφα τον ουρανό αλωνίζουν, και ο ήλιος παίζει κρυφτό,
Σαν τον μικρό Κωστή που τρέχει στις αλάνες.
Περπατώ στο δρόμο, την είδα. Είναι εκεί!
Πάντα χαμογελαστή και ξέγνοιαστη,
Φοράει τη μάσκα της.

Βάζει μουσική και κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα,
Που βρίσκεται στην πίσω βεράντα, την πιο μικρή.
Άλλωστε κι αυτή τώρα, στα μάτια του κόσμου φαίνεται μικρή.

Κοιτάζει τους ανθρώπους που περνούν μπροστά της
Ανθρώπους που τρέχουν..που μιλούν..που πονούν..
που γελάνε. Πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος από εδώ!

Αγγίζει την αιωνιότητα
Το πρόσωπο της καθρέφτης ραγισμένος
Ο πόνος και τα δάκρυα άφησαν σημάδια,
ανεξίτηλα στο πέρασμα του χρόνου.
Κοίταξε την, είναι μόνη.
Ο άνδρας της εδώ και χρόνια ταξιδεύει σε έναν κόσμο
ξένο, μα και γνώριμο για εμάς.


«Πώς να είναι εκεί ψηλά?»
Θα μάθεις κάποτε, μην βιάζεσαι..

Που και που την βλέπω καθισμένη στο παγκάκι μιας πλατείας,
Να σιγοψιθυρίζει κάποιον παλιό γνώριμο σκοπό.
Και να, άλλη μια αιωνιότητα κάθετε δίπλα της
Και της κρατά το χέρι.
Αραδιάζουν αναμνήσεις,
Αναμνήσεις ενός κόσμου που φεύγει κι έρχεται.


Και τότε γελάω..
«Δεν είσαι μόνη» της λέω, μα δεν με ακούει.
Τα λόγια μου χάνονται στον απόκοσμο ήχο της
μηχανής που μόλις πέρασε από μπροστά μου..
«Μπα σε καλό σου..» μουρμουρίζω θυμωμένα
Τα φτερά της μηχανής με σημάδεψαν..
Τώρα είμαι κι εγώ σαν κι εσένα.

Γυρνάει το κεφάλι της..
Με κοιτάζει..
Μου χαμογελάει στοργικά..
Άραγε κατάλαβε?

Κοίτα!! Βλέπεις το φώς?

Σκύβω το κεφάλι μου και συλλογιέμαι..
Θεέ μου γιατί?

my poems

Θυμώνεις..φωνάζεις..
Χτυπάς την πόρτα μου στο φεύγα των ματιών σου.
Δεν μου μιλάς πια με λόγια αλλά με νότες..
νότες σιωπής κι αγανάκτησης.
Κι εγώ, σαν τον χαμένο ζητιάνο,
στο στενό δρομάκι της ψυχής σου,
παλεύω με αυτούς που προσπαθούν
να μου πάρουν από τα χέρια τα λίγα νομίσματα
που κάποια παράξενα ξωτικά μου χάρισαν
ένα ανοιξιάτικο της καρδιάς μου βράδυ.
Σου έστειλα γράμμα, με μια πολύχρωμη πεταλούδα.
Με βρήκε, δεν την βρήκα.
Την έψαχνα για χρόνια, μα είχε χαθεί στον κόσμο των ονείρων..
και σαν με είδε μου ψιθύρισε ΣΥΓΓΝΩΜΗ, ΔΕΝ ΣΕ ΑΚΟΥΣΑ, ΗΜΟΥΝ ΤΥΦΛΗ.
Κι εγώ της σιγοτραγούδησα στη γλώσσα
των ξωτικών, όχι όμως αυτών που διάβαζα μικρή στα παραμύθια..
Σαν ήμουν παιδί μου εμφανίστηκε κάποτε ένα
και μου είπε το μυστικό των ανθρώπων.
« δεν θα σε πιστέψουν αν τους πεις την αλήθεια» μου μαρτύρησε
κι εγώ του ορκίστηκα να μείνω για πάντα λουλούδι,
όπως με γέννησε η βροχή κι όπως με σκάλισε η νύχτα(μέρα)..
η μέρα εκείνη που ένα χάδι αέρα πήρε το φουλάρι της μνήμης
και στόλισε το γυμνό από τον πόνο κλαδι.

my poems

Θα ξυπνήσω πάλι αύριο και σαν εμφανιστώ μπροστά σου
θα είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο.
Μόνο έτσι μπορώ να κατακτήσω ένα μέρος από την καρδιά σου,
να γίνω κομμάτι δικό σου και των αναμνήσεων σου.
Αναμνήσεις που τις παίρνει ο άνεμος και η μπόρα
και τις διώχνει μακριά κάθε φορά που
στην ψυχή σου μέσα έχει κρύο.
Η καθημερινότητα σου σε σκοτώνει σιγά σιγά..
Κι εμένα το ίδιο. Μα εγώ έχω κι ένα καθήκον,
να σε κάνω να χαμογελάς.
Μην μου θυμώσεις όταν ανακαλύψεις
πως δεν είμαι εγώ αυτή που βλέπεις καθημερινά.
Είμαι μια άλλη, να είναι καλά η μάσκα που σου έλεγα.
Είμαι μια άλλη ψυχή μου, καθόλου ευχάριστη παρουσία.
Μια γυναίκα βαρετή, χωρίς ενδιαφέροντα.
Ένα κουτί μπισκότα και μια κούπα καφέ είναι αρκετά για να πνίξουν την ανία μου. Μα που να καταλάβεις εσύ από αυτά.
Το βράδυ σαν επιστρέψεις σπίτι σου θα σε περιμένει
μια συντροφιά για να μην νιώθεις μόνος
μες τα σκοτάδια της ψυχής σου.
Δεν φταίει η νύχτα ούτε το σκοτάδι που μεγαλώνουν οι σκιές στο σπίτι.
Οι αναμνήσεις, αυτές οι άτιμες είναι υπεύθυνες για όλα.
Δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις, κι είναι πολλά.
Μην μου ανησυχείς, η συντροφιά σου θα φροντίσει
να τις κρατήσει μακριά μέχρι να ξημερώσει
και να εμφανιστείς μπροστά μου.
Και τότε εγώ, μια άλλη θα σου κάνω παρέα για να είσαι ευτυχισμένος,
μέχρι τη στιγμή που θα καταλάβεις πως δεν σου είμαι αρκετή.
Δεν με φοβίζει εκείνη η στιγμή, αν και θα έπρεπε.
Αντίθετα, την προσδοκώ με ανυπομονησία.
Θέλω να δω τα μάτια σου τη στιγμή που και η δικιά σου μάσκα θα
πέσει στο πάτωμα και θα θρυμματιστεί,
όπως το κρυστάλλινο αλογάκι που έπεσε από τα χέρια μου καθώς το έπλενα, ύστερα από μια πετυχημένη παράσταση.
Μα και τότε δεν θα είσαι μόνος..
μια άλλη συντροφιά θα σου κρατάει το χέρι,
που θα τρέμει από συγκίνηση.
Είναι σπουδαίο αίσθημα η ανακάλυψη της αλήθειας.
Εγώ το ξέρω, το έχω αισθανθεί.
Μου το είχες διδάξει εσύ σε μια στιγμή αδυναμίας,
αλλά που να θυμάσαι τώρα..Δεν σε κατηγορώ για τίποτα.
Μια στάλα παιδί είσαι στη ψυχή σου,
δεν έχεις χρόνο για τέτοιες ανοησίες.
Η λύτρωση σου όμως θα αργήσει, μα θα συμπίπτει με τη δική μου.
Μαζί θα βγάλουμε από πάνω μας τα ρούχα αυτά που μας βαραίνουν
και θα πέσουμε στο λυτρωτικό ποτάμι των δακρύων.
Μην μου φοβάσαι ψυχή μου, δεν θα σε αγγίξει κανείς,
δεν θα το επιτρέψω.
Όσο για τα δάκρυα, ήρθε η ώρα να ανακαλύψεις την αξία τους.
Και σαν συνειδητοποιήσεις πόσο πολύ τα έχεις ανάγκη,
θα επιδιώξεις την επαφή μαζί τους σε καθημερινή βάση, μα θα είναι πια αργά..
Θα σε έχουν εγκαταλείψει, μαζί με τις δυνάμεις σου.

my poems

Μην με ρωτάς πόσα μπορεί να αντέξει
η καρδιά ενός ανθρώπου χτυπημένου από τη μοίρα.
Μην με ρωτάς πόσο μπορεί να αντέξει
η καρδιά ενός ανθρώπου πληγωμένου από τον νεανικό του έρωτα.
Ένα παιδί είδα χθες στο δρόμο να ζητιανεύει λίγα ψίχουλα αγάπης
και το προσπέρασα, σαν να μην σήμαινε τίποτα για εμένα.
Πώς μπόρεσα και το έκανα αυτό στον εαυτό μου,
αυτό να με ρωτήσεις.
Μέρα με την μέρα συνειδητοποιώ πόσο πολύ έχω απομακρυνθεί από τους ανθρώπους.
Πόσα να αντέξει αυτή η ψυχή ψυχή μου..
Άρχισα να μοιάζω στους κλόουν που έβλεπα σαν ήμουν μικρή
και με πήγαιναν οι γονείς μου στο τσίρκο.
Σου χαμογελάω για να σου δείξω πως είμαι καλα κι ευτυχισμένη.
Μα η αλήθεια είναι άλλη. Πλήττω.
Δεν ξέρω πώς να σου δείξω πόσο πολύ πονάω
και σπέρνω χαμόγελα από εδώ κι από εκεί.
Μα σαν γυρίσω σπίτι και κοιταχτώ στον καθρέφτη
ξαφνικά η μάσκα πέφτει,
η αυλαία κλείνει κι εγώ,
ο κλόουν πρέπει να γυρίσω στο κρεβάτι μου,
να ξεκουραστώ μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα
και φορέσω το καινούριο μου χαμόγελο.
Με βαριέσαι και το ξέρω.
Προσπαθώ να σου γίνω ελκυστική μάτια μου,
κι ενδιαφέρουσα μα κάθε προσπάθεια μου είναι σκέτη αποτυχία.
Με είδες μια μέρα να κλαίω και με φοβήθηκες.
Μην μου αγχώνεσαι, δεν θα το ξανακάνω.

my poems

Τι θα κάνω όταν μου φύγεις μακρυά;
Ποιος ώμος θα παρηγορεί τον πόνο μου;
Ποια αγκαλιά θα ανυπομονεί να με αγκαλιασει;
Για ποια χέρια θα τρέμω μόνο με ένα τους άγγιγμα;
Ποιανού τα χείλη θα στάζουν μέλι με ένα φιλί;

Πίσω από το σπασμένο τζάμι σε κοιτώ
Που φεύγεις..μην γυρνάς το κεφάλι
σου, είναι γρουσουζιά.
Εκεί που πας να βγείς πρώτος, να θριαμβεύσεις
Πιστεύω σε εσένα γιατί πιστεύω σε εμένα.
Θα μου λείψεις,αχ δεν ξέρεις πόσο.
Θέλω να κλάψω μα δεν μπορώ.
Τόσο εγωίστρια είμαι που κρατώ τα δάκρυα μου εγκλωβισμένα
σαν τα θηρία…για να μην τα δεις και τρομάξεις.

Θέλω να τρέξω να σε αγκαλιάσω, να σου φωνάξω να μείνεις..
μα δεν με βαστούν τα πόδια μου. Η καρδιά μου βάζει εμπόδια
και δυσκολεύει το έργο μου.
Σκύβω το κεφάλι ως τελευταία ένδειξη λύπης,
μα ένα πουλί γεμάτο υπερηφάνεια εμφανίζεται μπροστά μου.
«Τι κάνεις εκει;» με ρωτάει «Οι άνθρωποι της γενιάς σου είναι υπερήφανοι.»
«Ψευτουπερήφανοι» συμπληρώνω και συνεχίζω το δρόμο μου
Τι κι αν μου φύγεις μακρυά εγώ θα περιμένω να σε δω να μου γελάς
και να ανυψώνεις τη ψυχή μου στα αστέρια.
Μια μέρα θα γυρίσεις, το ξέρω..
κι αυτή τη μέρα εγώ θα σε προσμένω στο γνωστό μερος
κρατώντας άνθη αμυγδαλιάς στα χέρια μου,
για εσένα!!

my poems

Πως νιώθεις όταν όλα γκρεμίζονται γύρω
σου..όταν ο αγέρας παρασέρνει τα πάντα
κι εσύ πρέπει να σταθείς στα πόδια σου?
Μην με ρωτάς, δεν ξέρω..

Ακόμα παλεύω με εμένα, με τον αγέρα
και τη σκόνη που μπαίνει στα μάτια μου
και δεν με αφήνει να δω καθαρά..
Τι ύπουλη που είναι..τόση δα μικρή κι έχει
τόση δύναμη μέσα της, σαν ένα μικρό παιδί.

Χθες , ξημερώματα Σαββάτου σε αναζήτησα,
να διαγράψεις μια για πάντα τα ερωτηματικά
μου, να τα κάνεις τελείες, να μην δέχονται
αντίρρηση, να μην έχουν ελπίδα..

Κι Έπειτα τι? θα πετάξω μαζί σου τη σκόνη
και τη βρωμιά από πάνω μου και θα σηκώσω
ψηλά τα φτερά μου..κι όλο υπερηφάνεια θα
χαθώ μέσα στον κόσμο με σκυμμένο το κεφάλι.
Τσακισμένη υπερηφάνεια..

my poems

Σε έψαχνα μέσα στο σκοτάδι να σου πω αντίο μα δεν σε βρήκα..
Ήσουν κρυμμένος στους θάμνους και στην ομίχλη της ψυχής σου..
Σου φώναξα να βγεις για λίγο να σε δω..να σου μιλήσω..να σε
αγγίξω..να σε φιλήσω.. δεν ήσουν εκεί..
Χαμένος στους καπνούς και στη βροχή
που αφήνει πίσω της η μοναξιά και ο πόνος.
Σε έψαξα μα δεν σε βρήκα..
Έτρεχα για ώρα από εδώ κι από εκεί
μα δεν σε βρήκα..
Κοιτούσα τριγύρω μήπως η σκιά σου μου ομολογήσει την αλήθεια,
αυτή που εσύ με τόση επιμονή αρνείσαι να παραδεχθείς..
Στο ψέμα χαμένη η ζωή σου..
στο ψέμα και στους καπνούς των ονείρων..
Με παρέσυρες στον κόσμο σου προτού προλάβω να σου πω
πως δεν θέλω. Δεν με ρώτησες να δεις τι κάνω
και γιατί..γιατί σε ακολούθησα δίχως δεύτερη σκεψη.
Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, μα δεν γνωρίζω τι..
πες μου ποιο είναι το βάθος της ψυχής σου..
για πόσο ακόμα θα κυνηγώ εσένα και τα χαμένα σου όνειρα?
Αξίζω για εσένα ή είμαι μια τσίχλα που κόλλησε στη σόλα του καινούριου σου παπουτσιού..
Να σε μισώ? Και βέβαια όχι..
Σε αγαπώ μα δεν το ξερεις.
Πώς να τολμήσω να σου πώ πόσο με πονάνε τα χείλη σου..
τα χείλη αυτά που από τη μια με γλυκαίνουν με ένα ζεστό φιλί
κι από την άλλη μου γκρεμίζουν το είναι μου όλο..

Κι αυτό το βλέμμα, χαμένο και αποπροσανατολισμένο,
όπως κι εσύ.
Σε φοβάμαι..μην με κοιτάς. Φοβάμαι τα τρύπια χέρια σου. .
Χέρια που στάζουν πόνο και απογοήτευση
«Δεν μου αξίζει» μου είπες ένα βράδυ
χαμένος στις παραισθήσεις της καθημερινότητας σου.
«Το ξέρω» σου απάντησα μα δεν το πίστευα..
Κρατούσα το κεφάλι σου στην αγκαλιά μου και τα στήθη μου
σημαδεύτηκαν από τα δάκρυα σου..
Ότι κι αν πω είναι αργά πια..δεν σου μίλησα όταν έπρεπε..
δεν με άκουσες όταν σου ψιθύριζα δειλά δειλα να σταματήσεις.
«Προλαβαίνεις να σωθείς» σου είπα κάποτε θυμάμαι,
μα εσύ με κοίταξες και κούνησες αρνητικά το κεφάλι,
κι ένα φιλί άγγιξε τότε τα ματωμένα μου χείλη.
myΚι ήταν το τελευταίο ρε γαμώτο..το τελευταίο

my poems

Ήρθες ένα μεσημέρι και μου κράτησες το χέρι,
δίχως να ξέρεις ποια είμαι κι από πού. Δεν σε
ένοιαξε που είμαι ξένη, δίχως ψυχή, χωρίς
σώμα. Μου κράτησες το χέρι σφιχτά και μου
ψιθύρισες λόγια αγάπης.

Έπειτα από μέρες έσκυψες πάνω από το
πονεμένο μου κορμί και σπιθαμή προς
σπιθαμή επούλωσες το πληγιασμένο από
το ψέμα μου σώμα. «Πώς να αντέξει τόσο
πόνο αυτή η ψυχή?»

Μια στάλα βροχής στον άνεμο ήσουν όταν
σε πρωτογνώρισα..πώς έγινες θεέ μου
ολόκληρο ποτάμι, που παρασέρνει στο
διάβα του ματωμένες καρδιές και σπασμένα
από τον χρόνο όνειρα.

Σε κοίταξα στα μάτια και είδα μια δόση
ειρωνείας στο βλέμμα σου. Αχ και να ήταν
μόνο ειρωνεία. «Μου λες Ψέματα» σου
είπα και το έβαλα στα πόδια. «Μπορείς»
μου είπες και τα δάχτυλα μου άφησαν
σημάδι στο πρόσωπο σου. Σε πόνεσα, το
ξέρω..αυτός ήταν ο στόχος μου.
Ποτέ δεν είχα ιδιαίτερες απαιτήσεις από τους ανθρώπους. Τους άφηνα να με χρησιμοποιούν όπως εκείνοι ήθελαν. Δεν ύψωσα ποτέ ανάστημα ούτε τους θύμωσα. Πως θα μπορούσα άλλωστε. Τους άφηνα να με εκμεταλλεύονται, να με χρησιμοποιούν, να με βολεύουν όπου τους βολεύει. Κάποιοι με αγάπησαν, με κάθισαν, μου μαρτύρησαν τα μυστικά τους. Μοιράστηκα ζωές ολόκληρες μαζί τους. Κάποιοι όμως με ταλαιπώρησαν, χαράχτηκαν πάνω μου οι δικοί τους πόνοι, οι δικοί τους άσωτοι βίοι. Στάλαξαν τα δικά τους δάκρυα πάνω στο μελαψό μου δέρμα. Μόνο αυτό παρέμεινε σταθερό ανά τα χρόνια. Όλα τα άλλα άλλαζαν σύμφωνα με την βούληση του εκάστοτε περιπατητή της ζωής μου. Αντίρρηση δεν έφερα, ποτέ.
Σαν παιδί τους με είχαν. Με φρόντιζαν. Με άλειφαν με «ενυδατικές» κρέμες, για να μην σκάσει το δέρμα μου, ήταν τραχύ, και με τα χρόνια έγινα ακόμα πιο πολύ. Μου άλλαζαν ρουχαλάκια, υφάσματα πολλά μου έβαλαν. Τα δοκίμασα όλα, ή τουλάχιστον σχεδόν όλα. Υλικά διάφορα, μετάξι, βελούδο, βαμβάκι. Όλα με χάιδεψαν και με συντρόφευσαν σε αυτό το μοναχικό ταξίδι, γιατί παρά την έντονη παρουσία και κινητικότητα γύρω μου πάντα μόνη μου έμενα, να νοσταλγώ τα περασμένα καλοκαίρια, τις παιδικές φωνές, τις μυρωδιές που σου γαργάλαγαν την μύτη, το άγγιγμα του αέρα, το τεχνητό χιόνι στο δέντρο. Όλα τεχνητά έγιναν με τα χρόνια. Κι εγώ αχρήστευα.
Περνάνε τα χρόνια, αλλάζεις παραστάσεις, αλλάζεις χέρια πολλά, νοοτροπίες, τρόπους ζωής. Σε κάποιον θα ταιριάζεις, σε κάποιον όχι. Κι όσο μεγαλώνεις τόσο σκληραίνεις και γίνεσαι ευαίσθητος, υπερ-ευαίσθητος. Σε κάθε άγγιγμα, σε κάθε κίνηση, σε κάθε χτύπημα. Μένουν πάνω σου τα σημάδια απ’τα σκαλίσματα, απ’τις χαρακιές. Απ’τις μπογιές των παιδιών που σε βρήκαν γελοίο κι αποφάσισαν ότι δεν είναι σωστό να μοίαζεις απλά με κλόουν, πρέπει να γίνεις. Κι έτσι βαφτίζεσαι στις παρδαλές διαθέσεις του καθενός και συμβιβάζεσαι, οσότου να είναι αργά, μα δεν είναι ποτέ αργά. Πάντα κάποιος βρίσκεται εκεί να σε μαζέψει από την άκρη του δρόμου, από κάποιο παλαιοπωλείο χαμένων ονείρων, από κάποια μπουτίκ που πουλάει μισοτιμής ντεμοντέ υποσχέσεις. Κι εσύ την αποτελείς.

broken armchairs

Seaten in a corner of street. With my one leg broken, I hover between the dust of miserable souls that overtook me.. also charged with waste smells from the inferior recollections that did not leave me in peace. what you all want from me? i screamed in a moment, But the voices reverberated in my depths of the garbage truck. Nobody listened, how could they? What I was? What I am? A broken armchair, who gives her importance…