Δευτέρα 23 Μαΐου 2011


«Εί πάντες σκανδαλισθήσονται εν σοι, εγώ δέ ουδέποτε σκανδαλισθήσομαι…

Πρωί δευτέρας στο αστικό για το πανεπιστήμιο. Με την τσίμπλα στο μάτι κι ένα χαρτοπότηρο -δηλητήριο με λίγο γάλα  παρακαλώ-για να ανοίξει το ματάκι μας –ναι αυτό με τις τρεις στρώσεις μάσκαρα-μπας και γράψουμε τίποτα σε αυτήν την εξεταστική. Κι εκεί που αγκομαχείς στο «βαγόνι του τρόμου» ανάμεσα στη ζέστη, στα ¨βιβλία¨ που κοντεύουν να πέσουν από τα χέρια σου και τις γιαγιάδες να σε σπρώχνουν, να σε τραβούν, να πέφτουν πάνω σου σε στυλ «με συγχωρείται, ήταν τυχαίο»  μια θέση αδειάζει. Βλέπεις πυροτεχνήματα  στον ουρανό, κομφετί και γιρλάντες. Τα φώτα αναβοσβήνουν, μια φωνή σε φωνάζει στη σκηνή. Ήρθε η ώρα να δώσεις παράσταση, η «θέση» είναι δική σου. Θέλεις να πανηγυρίσεις μα κάτι σε συγκρατεί. Ίσως το ότι είσαι 20 χρονών θρεφτάρι, πηγαίνεις πανεπιστήμιο κι έχεις μια κάποια μόρφωση -ναι αυτήν που έδωσαν σε όλους μας στο σχολείο! Και τότε μια φωνή ακούγεται, «Ε κοπελιά έχεις 50 λεπτά?».
Η προσοχή σου αποσπάται και στρέφεις το βλέμμα σου στη φωνή. Ψάχνεις να την βρεις μα δεν φαίνεται. Και τότε νιώθεις ένα τράβηγμα στη φούστα σου-ουφ!έβαλα την μακριά σήμερα. Χαμηλώνεις το κεφάλι κι αντικρίζεις ένα πλασματάκι τοσοδούλικο, λες και ξεφύτρωσε από κάποιο παραμύθι. Το κοιτάς σαστισμένα, σου χαμογελάει και με ακούνητα χείλη σε ξαναρωτάει «Θα μου δώσεις κάτι?». Το στόμα σου βγάζει βρυχηθμούς, προσπαθείς να πεις κάτι, να αρθρώσεις μια πρόταση, μια λέξη, κάτι. Σαν χαλασμένο σαξόφωνο ψελλίζεις ένα «δεν έχω τίποτα» και κατεβαίνεις από το αστικό-πάει κι η θέση- κάπου όπου καμιά σχέση δεν έχει με τον προορισμό σου.
Όσην ώρα περιμένεις το επόμενο-20 λεπτά παρακαλώ-συλλογίζεσαι κι αναρωτιέσαι για ποιον ριμαδο-λόγο  αντέδρασες έτσι. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που κάποιος, παιδάκι ή ενήλικας, ζήτησε την ελεημοσύνη σου. Κι όμως ήταν η πρώτη φορά που εσύ φάνηκε να σοκαρίστηκες τόσο. Τόσο μεγάλα και δυνατά ήταν τα συναισθήματα που σου προκάλεσε η σκηνή εκείνη που ακόμα και κατά τη διάρκεια της «ιεράς» εξέτασης, αντί να συγκεντρωθείς στο γραπτό εσύ φέρνεις ξανα και ξανά στο μυαλό σου το βλεμματάκι του παιδιού και τη χροιά της φωνής του, ούτε παιδική ούτε ενήλικη, φωνή στραγγαλισμένη.
Να ξύπνησε άραγε ο εύσπλαχνος εαυτός σου, ο ευαίσθητος, εκείνος που δεν αντέχει την βία και την αδικία? Μπα, εσύ έχεις ακόμα την ίδια διάθεση για ταινίες τρόμου και καθόλου δεν σε νοιάζει που στο υπερ-market αγαθών όταν κανείς δεν σε έβλεπε προσπέρασες δυο γιαγιάδες που μιλούσαν και τους πήρες τη σειρά. Τότε τι? Μήπως άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους οι ενοχές? Μήπως εκεί που δεν το περίμενες ο πετεινός λάλησε κι εσύ όχι δύο, όχι τρείς μα χίλιες τόσες φορές την απαρνήθηκες την συνείδηση σου? Μήπως τελικά  εκεί, στο επικίνδυνο μεταίχμιο ανάμεσα στη πλάνη και τη πραγματικότητα, είδες κι έδωσες σε εκείνο το πλασματάκι κάτι από τον εαυτό σου?
…είπε η συνείδησης»


Jonisa Dhionisia Lici


[1] Αχ εκείνα τα ύπουλα χαρτάκια που ξεφυτρώσαν απ’το πουθενά ανάμεσα στις ανέγγιχτες σελίδες των βιβλίων μας.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: